- μουσοτραφής
- ης, ες1) воспитанный музами; 2) образованный, культурный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουσοτραφής — reared by the Muses masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσοτραφής — ές (Α μουσοτραφής, ές) νεοελλ. αυτός που από μικρή ηλικία ασχολείται με τις καλές τέχνες και τα γράμματα αρχ. αυτός που ανατράφηκε από τις Μούσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + τραφής (< τρέφω), πρβλ. θεο τραφής] … Dictionary of Greek
μουσοτραφεῖς — μουσοτραφής reared by the Muses masc/fem acc pl μουσοτραφής reared by the Muses masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… … Dictionary of Greek